- παραφυής
- -ές, ΜΑ [παραφύω]μσν.(για περισσότερα δάκτυλα από τα κανονικά) αυτός που φυτρώνει παραπλεύρωςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ παραφυέςη παραφυάδα («συμβαίνει τήν ρητορικήν οἷον παραφυές τι τῆς διαλεκτικής εἶναι», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.